Κλίσεις
                Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): reasons, reason
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): reason
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): reasoned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): reasoning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): reasons
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): reason
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): reason
             
            
            
                Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
                reason περιέχει 2 συλλαβές: rea • son
                Φωνητική μεταγραφή: ˈrē-zᵊn
                
                    rea son  ,  ˈrē zᵊn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)