Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pieces
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): piece
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pieced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): piecing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pieces
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): piece
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): piece
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
piece περιέχει 1 συλλαβές: piece
Φωνητική μεταγραφή: ˈpēs
piece , ˈpēs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)