Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): meaner
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): meanest
Επίθετο (Adjective): mean
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): means
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mean
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): meant
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): meant
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): meaning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): means
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mean
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mean
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
means περιέχει 1 συλλαβές: mean
Φωνητική μεταγραφή: ˈmēn
mean , ˈmēn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)