Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): learned, learnt
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): learned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): learning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): learns
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): learn
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): learn
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
learning περιέχει 2 συλλαβές: learn • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈlər-niŋ
learn ing , ˈlər niŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)