Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fail
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fail
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): failed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): failing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fails
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fail
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fail
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fail περιέχει 1 συλλαβές: fail
Φωνητική μεταγραφή: ˈfāl
fail , ˈfāl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)