Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): arms
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): arm
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): armed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): arming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): arms
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): arm
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): arm
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
arm περιέχει 1 συλλαβές: arm
Φωνητική μεταγραφή: ˈärm
arm , ˈärm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)