Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): allowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): allowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): allows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): allow
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): allow
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
allow περιέχει 2 συλλαβές: al • low
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈlau̇
al low , ə ˈlau̇ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)