Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): words, word
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): word
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): worded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wording
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): words
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): word
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): word
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
word περιέχει 1 συλλαβές: word
Φωνητική μεταγραφή: ˈwərd
word , ˈwərd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)