Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): plans
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): plan
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): planned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): planning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): plans
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): plan
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): plan
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
plan περιέχει 1 συλλαβές: plan
Φωνητική μεταγραφή: ˈplan
plan , ˈplan (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)