Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): models
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): model
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): modeled, modelled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): modeling, modelling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): models
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): model
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): model
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
model περιέχει 2 συλλαβές: mod • el
Φωνητική μεταγραφή: ˈmä-dᵊl
mod el , ˈmä dᵊl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)