Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): joins
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): join
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): joined
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): joining
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): joins
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): join
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): join
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
join περιέχει 1 συλλαβές: join
Φωνητική μεταγραφή: ˈjȯin
join , ˈjȯin (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)