Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): styles, style
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): style
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): styled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): styling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): styles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): style
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): style
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
style περιέχει 1 συλλαβές: style
Φωνητική μεταγραφή: ˈstī(-ə)l
style , ˈstī( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)