Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): points, point
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): point
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pointed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pointing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): points
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): point
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): point
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
point περιέχει 1 συλλαβές: point
Φωνητική μεταγραφή: ˈpȯint
point , ˈpȯint (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)