Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): numbers, number
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): number
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): numbered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): numbering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): numbers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): number
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): number
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Number περιέχει 2 συλλαβές: num • ber
Φωνητική μεταγραφή: ˈnəm-bər
num ber , ˈnəm bər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)