Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): finishes, finish
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): finish
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): finished
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): finishing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): finishes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): finish
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): finish
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
finish περιέχει 2 συλλαβές: fin • ish
Φωνητική μεταγραφή: ˈfi-nish
fin ish , ˈfi nish (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)