Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): claims
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): claim
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): claimed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): claiming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): claims
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): claim
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): claim
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
claim περιέχει 1 συλλαβές: claim
Φωνητική μεταγραφή: ˈklām
claim , ˈklām (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)