Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bores
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bore
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): boring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bores
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bore
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bore
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bore περιέχει 1 συλλαβές: bore
Φωνητική μεταγραφή: ˈbȯr
bore , ˈbȯr (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)