Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): archives
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): archive
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): archived
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): archiving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): archives
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): archive
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): archive
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
archive περιέχει 2 συλλαβές: ar • chive
Φωνητική μεταγραφή: ˈär-ˌkīv
ar chive , ˈär ˌkīv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)