Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): affects, affect
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): affect
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): affected
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): affecting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): affects
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): affect
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): affect
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
affect περιέχει 2 συλλαβές: af • fect
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈfekt
af fect , ə ˈfekt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)