Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): works, work
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): work
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): worked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): working
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): works
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): work
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): work
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Work περιέχει 1 συλλαβές: work
Φωνητική μεταγραφή: ˈwərk
work , ˈwərk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)