Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): party
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): parties, party
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): party
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): partied
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): partying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): parties
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): party
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): party
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Party περιέχει 2 συλλαβές: par • ty
Φωνητική μεταγραφή: ˈpär-tē
par ty , ˈpär tē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)