Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): jobs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): job
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): jobbed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): jobbing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): jobs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): job
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): job
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
job περιέχει 1 συλλαβές: job
Φωνητική μεταγραφή: ˈjäb
job , ˈjäb (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)