Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): yellower
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): yellowest
Επίθετο (Adjective): yellow
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): yellows, yellow
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): yellow
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): yellowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): yellowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): yellows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): yellow
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): yellow
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
yellow περιέχει 2 συλλαβές: yel • low
Φωνητική μεταγραφή: ˈye-(ˌ)lō
yel low , ˈye (ˌ)lō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)