Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): worries, worry
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): worry
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): worried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): worrying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): worries
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): worry
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): worry
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
worry περιέχει 2 συλλαβές: wor • ry
Φωνητική μεταγραφή: ˈwər-ē
wor ry , ˈwər ē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)