Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): winters, winter
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): winter
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): wintered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wintering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): winters
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): winter
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): winter
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
winter περιέχει 2 συλλαβές: win • ter
Φωνητική μεταγραφή: ˈwin-tər
win ter , ˈwin tər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)