Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): weights, weight
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): weight
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): weighted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): weighting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): weights
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): weight
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): weight
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
weight περιέχει 1 συλλαβές: weight
Φωνητική μεταγραφή: ˈwāt
weight , ˈwāt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)