Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): wearier
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): weariest
Επίθετο (Adjective): weary
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): wearied
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wearying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wearies
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): weary
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): weary
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
weary περιέχει 2 συλλαβές: wea • ry
Φωνητική μεταγραφή: ˈwir-ē
wea ry , ˈwir ē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)