Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): warmer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): warmest
Επίθετο (Adjective): warm
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): warm
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): warm
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): warmed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): warming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): warms
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): warm
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): warm
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
warm περιέχει 1 συλλαβές: warm
Φωνητική μεταγραφή: ˈwȯrm
warm , ˈwȯrm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)