Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wards
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ward
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): warded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): warding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wards
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ward
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ward
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ward περιέχει 1 συλλαβές: ward
Φωνητική μεταγραφή: ˈwȯrd
ward , ˈwȯrd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)