Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): trucks, truck
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): truck
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): trucked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): trucking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): trucks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): truck
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): truck
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
truck περιέχει 1 συλλαβές: truck
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrək
truck , ˈtrək (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)