Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): trial
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): trials, trial
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): trial
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): trialed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): trialing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): trials
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): trial
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): trial
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
trial περιέχει 2 συλλαβές: tri • al
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrī(-ə)l
tri al , ˈtrī( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)