Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): trades, trade
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): trade
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): traded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): trading
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): trades
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): trade
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): trade
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Trade περιέχει 1 συλλαβές: trade
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrād
trade , ˈtrād (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)