Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): toys
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): toy
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): toyed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): toying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): toys
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): toy
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): toy
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
toy περιέχει 1 συλλαβές: toy
Φωνητική μεταγραφή: ˈtȯi
toy , ˈtȯi (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)