Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ties
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): tie
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): tied
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): tied
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): tying, tieing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ties
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tie
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tie
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
tie περιέχει 1 συλλαβές: tie
Φωνητική μεταγραφή: ˈtī
tie , ˈtī (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)