Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): thinner
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): thinnest
Επίθετο (Adjective): thin
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): thinner
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): thinnest
Επίρρημα (Adverb): thin
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): thinned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): thinning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): thins
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): thin
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): thin
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
thin περιέχει 1 συλλαβές: thin
Φωνητική μεταγραφή: ˈthin
thin , ˈthin (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)