Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): tastes, taste
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): taste
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): tasted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): tasting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): tastes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): taste
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): taste
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
taste περιέχει 1 συλλαβές: taste
Φωνητική μεταγραφή: ˈtāst
taste , ˈtāst (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)