Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): targets
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): target
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): targeted, targetted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): targeting, targetting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): targets
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): target
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): target
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
target περιέχει 2 συλλαβές: tar • get
Φωνητική μεταγραφή: ˈtär-gət
tar get , ˈtär gət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)