Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): suspect
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): suspects
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): suspect
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): suspected
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): suspecting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): suspects
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): suspect
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): suspect
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
suspect περιέχει 2 συλλαβές: sus • pect
Φωνητική μεταγραφή: ˈsə-ˌspekt
sus pect , ˈsə ˌspekt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)