Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): supports, support
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): support
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): supported
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): supporting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): supports
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): support
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): support
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
supporting περιέχει 2 συλλαβές: sup • port
Φωνητική μεταγραφή: sə-ˈpȯrt
sup port , sə ˈpȯrt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)