Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stumbles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): stumble
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stumbled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stumbling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stumbles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stumble
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stumble
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
stumble περιέχει 2 συλλαβές: stum • ble
Φωνητική μεταγραφή: ˈstəm-bəl
stum ble , ˈstəm bəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)