Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): smiles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): smile
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): smiled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): smiling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): smiles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): smile
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): smile
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
smile περιέχει 1 συλλαβές: smile
Φωνητική μεταγραφή: ˈsmī(-ə)l
smile , ˈsmī( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)