Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): sleep
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): sleep
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): slept
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): slept
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sleeping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): sleeps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): sleep
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): sleep
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
sleep περιέχει 1 συλλαβές: sleep
Φωνητική μεταγραφή: ˈslēp
sleep , ˈslēp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)