Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): skins, skin
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): skin
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): skinned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): skinning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): skins
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): skin
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): skin
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
skin περιέχει 1 συλλαβές: skin
Φωνητική μεταγραφή: ˈskin
skin , ˈskin (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)