Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): skis, skiis
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ski
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): skied, ski'd
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): ski'd
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): skiing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): skis
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ski
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ski
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ski περιέχει 1 συλλαβές: ski
Φωνητική μεταγραφή: ˈskē
ski , ˈskē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)