Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): sizes, size
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): size
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): sized
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sizing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): sizes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): size
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): size
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
size περιέχει 1 συλλαβές: size
Φωνητική μεταγραφή: ˈsīz
size , ˈsīz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)