Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shudders
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): shudder
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shuddered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shuddering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shudders
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): shudder
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): shudder
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
shudder περιέχει 2 συλλαβές: shud • der
Φωνητική μεταγραφή: ˈshə-dər
shud der , ˈshə dər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)