Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shouts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): shout
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shouted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shouting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shouts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): shout
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): shout
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
shout περιέχει 1 συλλαβές: shout
Φωνητική μεταγραφή: ˈshau̇t
shout , ˈshau̇t (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)