Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shocks, shock
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): shock
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shocked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shocking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shocks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): shock
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): shock
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
shock περιέχει 1 συλλαβές: shock
Φωνητική μεταγραφή: ˈshäk
shock , ˈshäk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)