Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shells, shell
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): shell
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shelled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shelling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shells
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): shell
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): shell
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
shell περιέχει 1 συλλαβές: shell
Φωνητική μεταγραφή: ˈshel
shell , ˈshel (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)