Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): results, result
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): result
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): resulted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): resulting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): results
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): result
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): result
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
resulting περιέχει 2 συλλαβές: re • sult
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈzəlt
re sult , ri ˈzəlt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)